- εξολοθρεύτρα
- ηθηλ. του εξολοθρευτής (βλ. λ.): Μη γρήγορα θεριστεί η πόλη από φωτιάν εξολοθρεύτρα (Ι. Ζερβός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.